- αμνησίκακος
- -η, -ο (Α ἀμνησίκακος, -ον)αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τόν έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μνησίκακος.ΠΑΡ. ἀμνησικακίααρχ.ἀμνησικακῶ].
Dictionary of Greek. 2013.